- ἐκτενεῖς
- ἐκτείνωstretch outfut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)ἐκτενήςstrainedmasc/fem acc plἐκτενήςstrainedmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κἀκτενεῖς — ἐκτενεῖς , ἐκτείνω stretch out fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐκτενεῖς , ἐκτενής strained masc/fem acc pl ἐκτενεῖς , ἐκτενής strained masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώλο(ν) — το (AM κώλον) 1. μέλος σώματος ανθρώπου ή ζώου και ειδικά τα άκρα τους (α. «άνω κώλα» χέρια β. «πρὸς κέντρα κῶλον ἐκτενεῑς», Αισχύλ. γ. «τά τ ἐμπρόσθια κῶλα καὶ τὰς κεφαλὰς εἰς γῆν ἑλκόμενα», Πλάτ.) 2. γραμμ. το τμήμα τής περιόδου που βρίσκεται… … Dictionary of Greek
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek
μετρική — Τα αρχαία ποιητικά κείμενα των διάφορων ινδοευρωπαϊκών φυλών παρουσιάζουν ένα ή περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά, γεγονός που αποδεικνύει την κοινή καταγωγή τους. Αυτό το δεδομένο οδήγησε, ήδη από τη δεύτερη πεντηκονταετία του 19ου αι., στη… … Dictionary of Greek
Κολομβία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κολομβίας Έκταση: 1.141.748 τ. χλμ. Πληθυσμός: 42.492.326 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπογκοτά (6.712.247 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Παναμά, στα Α με τη Βενεζουέλα και τη Βραζιλία … Dictionary of Greek
Κοραής, Αδαμάντιος — (Σμύρνη 1748 – Παρίσι 1833). Λόγιος και Διδάσκαλος του Γένους. Γόνος εύπορης οικογένειας καταγόμενης από τη Χίο, ο Κ. ανατράφηκε στη Σμύρνη και σπούδασε στην Ευαγγελική Σχολή, η οποία όμως τότε δεν προσέφερε παρά «διδασκαλίαν πολλά πτωχήν,… … Dictionary of Greek
Λάμπρος, Σπυρίδων — (Κέρκυρα 1851 – Σκόπελος 1919). Ιστορικός, πανεπιστημιακός και πολιτικός. Θεωρείται ο πιο διαπρεπής μεσαιωνολόγος και ιστοριοδίφης της νεότερης Ελλάδας. Γιος του νομισματολόγου Παύλου Λάμπρου (βλ. λ.), ο Λ. έδειξε πολύ πρώιμη κλίση στα γράμματα… … Dictionary of Greek
Μέρτσισον, Ρόντερικ Ίμπι — (Roderick Impey Murchison, 1792 – 1871). Άγγλος γεωλόγος και γεωγράφος. Μελέτησε την επιστήμη της γεωλογίας στο στρατιωτικό κολέγιο του Γκρέιτ Μάρλοου, στην πόλη Ντάρεμ. Το 1826 εξελέγη μέλος της Βασιλικής Εταιρείας και το 1831 πρόεδρος της… … Dictionary of Greek
Παχυμέρης, Γεώργιος — (Νίκαια Βιθυνίας 1242 – Κωνσταντινούπολη περ. 1310). Βυζαντινός λόγιος και ιστορικός. Μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης (1261) εγκαταστάθηκε εκεί και συνέχισε τις σπουδές του στη σχολή του Γεωργίου Ακροπολίτη. Αξιωματούχος της πολιτείας… … Dictionary of Greek